σταυρώσιμος

σταυρώσιμος
-η, -ο / σταυρώσιμος, -ον, ΝΜΑ [σταύρωσις]
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που αναφέρεται στην σταύρωση τού Χριστού («σταυρώσιμοι ἡμέραι» — οι μέρες τής Μεγάλης Εβδομάδας)
2. το ουδ. ως ουσ. το σταυρώσιμο(ν)
τροπάριο που υμνεί τον Τίμιο Σταυρό
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «άξιος σταυρώσεως».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σταυρώσιμον — σταυρώσιμος deserving crucifixion masc/fem acc sg σταυρώσιμος deserving crucifixion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρωσίμοις — σταυρώσιμος deserving crucifixion masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρώσιμα — σταυρώσιμος deserving crucifixion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”